ἱεροθαλλής

ἱεροθαλλής
ἱερο-θαλλής, ές,
A blooming holily, Orph. H.40.17 (Herm. -θηλής).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιεροθαλλής — ἱεροθαλλής, ές (Α) αυτός τού οποίου η βλάστηση έχει ιερή προέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θαλλής (< θάλλω), πρβλ. α θαλλής, αει θαλλής] …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”